-
1 καταδιαιρεω
(aor. 2 καταδιεῖλον) разделять(τὸν ὅλον κύκλον εἰς δώδεκα μοίρας Sext.)
; med. разделять, делить между собой(τὰς πόλεις Polyb.)
1 καταδιαιρεω
(τὸν ὅλον κύκλον εἰς δώδεκα μοίρας Sext.)
; med. разделять, делить между собой(τὰς πόλεις Polyb.)